σελαχοειδής

σελαχοειδής
-ές, Ν
1. όμοιος με σελάχι
2. (το αρσ. ή το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) οι σελαχοειδείς ή τα σελαχοειδή
ζωολ. οικογένεια, σύμφωνα με παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης, ακανθοπτερύγιων ιχθύων τής ομοταξίας τών πλαγιοστόμων ή σελαχίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σέλαχος + -ειδής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πεταλόδους — ο, Ν (παλαιοντ.) σελαχοειδής ιχθύς τού περμίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. petalodus < πέταλο + οδούς, οδόντος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”